- προερύω
- Α1. καθέλκω πλοίο, τό ρίχνω στη θάλασσα2. οδηγώ πλοίο προς κάποιο όρμο με τα κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐρύω «τραβώ, σύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προερύσαι — προερύω draw on aor inf act προερύσαῑ , προερύω draw on aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προερύσσω — προερύω draw on aor subj act 1st sg (epic) προερύσσω , προερύω draw on aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προερύσω — προερύω draw on aor subj act 1st sg προερύσω , προερύω draw on aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
προερύσαμεν — προερύω draw on aor ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προερύσας — προερύσᾱς , προερύω draw on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προερύσσαμεν — προερύω draw on aor ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέρυσαν — προερύω draw on aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέρυσε — προερύω draw on aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέρυσσαν — προερύω draw on aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)